- σύντμηση
- η / σύντμησις, -ήσεως, ΝΜΑ [συντέμνω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συντέμνω, συντόμευση, σύμπτυξη, βράχυνση2. συντομογραφία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύντμηση — η συντόμευση, βράχυνση: Σύντμηση της χρονικής περιόδου. – Σύντμηση του λόγου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μανιατό — και μανιετό, το κοινή ονομασία τής μαγνητογεννήτριας, που προέρχεται από σύντμηση τής αντίστοιχης γαλλικής λέξης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. magneto < magnetogeneratrice με σύντμηση] … Dictionary of Greek
ολογράμματος — ὁλογράμματος, ον (Α) 1. ολόγραφος, γραμμένος με όλα τα γράμματα του, χωρίς σύντμηση ή περικοπή γραμμάτων 2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Ὁλογράμματος τίτλος έργου τού Μενεκράτους. επίρρ... ὁλογραμμάτως (Α) ολογράφως, χωρίς σύντμηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) … Dictionary of Greek
-άς — κατάληξη αρσενικών προσηγορικών ονομάτων. Χαρακτηρίζει πρόσωπα και χρησιμοποιείται συχνά στη νέα Ελληνική στον σχηματισμό επαγγελματικών ονομάτων ή άλλων δηλωτικών του ιδιοκτήτη, κατασκευαστή ή πωλητή κ.λπ. (πρβλ. γαλατάς, ζευγάς, καλαμαράς,… … Dictionary of Greek
Κομσομόλ — η σύντμηση τής ονομασίας τής Κομμουνιστικής Ένωσης Νεολαίας τής πρώην ΕΣΣΔ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. Komsomol < ρωσ. αρκτικόλεξο Komsomol (KOMmunisticheskiĭ SOyuz MOLodezhi «Κομμουνιστική Ένωση Νεολαίας»)] … Dictionary of Greek
άντζα — η (Μ ἄντζα) 1. η λακκούβα κάτω από το γόνατο, και επεκτ. η κνήμη 2. ο μηρός 3. το σκέλος 4. ο ταρσός. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη αβέβαιης ετυμολογίας παρά το πλήθος των προτεινόμενων ετυμολογικών ερμηνειών. Πιθανώς < ουσ. αντζί < αντίον «εργαλείο… … Dictionary of Greek
έριο — το (AM ἔριον Α ιων. τ. εἴριον) 1. το τρίχωμα που καλύπτει το δέρμα τών ζώων και ιδιαίτερα τού προβάτου, το μαλλί 2. (κατ’ επέκτ.) το φυτικό έριο, το χνούδι μερικών φυτών που μοιάζει με το ζωικό έριο αρχ. φρ. α. συνεκδ. «ἔριον τῆς ἀράχνης» ο ιστός … Dictionary of Greek
αλλ’ η — ἄλλ ἤ (Α) αλλά, ειμή, εκτός, παρά, πλην (μόνο μετά από αρνητικές λέξεις, ιδιαίτ. μετά τα ουδείς, μηδείς, τα οποία συχνά συνοδεύονται από τα άλλος ή έτερος. Με τον ίδιο τρόπο χρησιμοποιείται και μετά από ερωτήσεις που περιέχουν ή υπονοούν άρνηση) … Dictionary of Greek
αμπέρ — (ampère). Μονάδα μέτρησης της έντασης του ηλεκτρικού ρεύματος στο διεθνές σύστημα ή σύστημα Τζόρτζι. Συμβολίζεται με το απλό σύμβολο Α, αλλά όταν υπάρχει περίπτωση σύγχυσης συμβολίζεται με τη σύντμηση amp. Υπάρχουν πολλοί ορισμοί αυτής της… … Dictionary of Greek
αντζί — το 1. το μέρος το ποδιού από το γόνατο μέχρι τον αστράγαλο 2. το σαρκώδες μέρος πίσω από το οστό της κνήμης 3. το εξογκωμένο τμήμα του μηρού, συνεκδ. το πόδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αντί, αντίον «εργαλείο υφαντικού ιστού» ή < αντικνήμιον, με… … Dictionary of Greek